- μουρατόρειος
- -α, -οσχετικός με τον Λουδοβίκο Μουρατόρι («μουρατόρειος κανών» — ο κατάλογος τών βιβλίων τής ΚΔ στη δημώδη λατινική γλώσσα, ο οποίος ανακαλύφθηκε από τον Λ. Μουρατόρι).[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όν. τού Ιταλού λογίου Μuratori].
Dictionary of Greek. 2013.